- αιδεσιμότατος
- αιδεσιμότατος οбатюшка – уважительное обращение к женатому священникуЭтим.Превосходная степень от прилагательного «почтенный, уважаемый»
Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.
Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.
αιδεσιμότατος — ο προσφώνηση σε έγγαμο ιερέα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αιδέσιμος — Ο σεβάσμιος, ο έντιμος, ο σεμνός. 0 Παυσανίας (Λακων. 5,6) αποκαλεί το ιερό της Αθηνάς Αλέας στην Τεγέα Πελοποννησέοις πάσιν αιδέσιμον. Το επίθετο α. χρησιμοποιείται επίσης και για ανθρώπους προχωρημένης ηλικίας ή κατόχους υψηλού αξιώματος «ήγετο … Dictionary of Greek
Φεκ, Ρόμπερ — (Feke, Όιστερ Μέι, Λογκ ‘Αιλαντ 1706 – Δυτικές Ινδίες 1750). Αμερικανός ζωγράφος. Αυτοδίδακτος, υπήρξε ένας από τους καλύτερους Αμερικανούς προσωπογράφους με τυπικό αποικιακό στιλ. Από τους πίνακές του ξεχωρίζουν: Ο Ισάκ Ρόαγιαλ και η οικογένειά… … Dictionary of Greek